Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

καὶ ἑορτάζω

См. также в других словарях:

  • εορτάζω — και γιορτάζω (AM ἑορτάζω) 1. τιμώ, διοργανώνω εορταστικές εκδηλώσεις 2. (για ναό, προσκύνημα κ.λπ.) έχω πανηγύρι, διοργανώνεται επίσημη εορτή νεοελλ. (σε συγκεκριμένη ημερομηνία) έχω την ονομαστική μου εορτή. [ΕΤΥΜΟΛ. < εορτή + επίθημα άζω… …   Dictionary of Greek

  • αλληλοεορτάζομαι — εορτάζω κάποιον και εορτάζομαι από αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + εορτάζω ( ομαι)] …   Dictionary of Greek

  • γιορτάζω — και γιορτιάζω εορτάζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. εορτάζω] …   Dictionary of Greek

  • εορτή — και γιορτή, η (AM ἑορτή) 1. πανηγυρισμός που γίνεται με την ευκαιρία δημόσιου ή ιδιωτικού γεγονότος 2. η ημέρα κατά την οποία η εκκλησία γιορτάζει τη μνήμη τών αγίων ή σημαντικών θρησκευτικών γεγονότων 3. γιορταστική συγκέντρωση, πανηγύρι 4. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • εορταστικός — και γιορταστικός, ή, ό (AM εορταστικός, ή, όν) [εορτάζω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε γιορτή νεοελλ. 1. ευχετήριος στη γιορτή κάποιου 2. το ουδ. ως ουσ. το εορταστικό εκκλησιαστικό βιβλίο που περιέχει τις ακολουθίες τών μεγάλων εορτών …   Dictionary of Greek

  • πασχαλιάζω — και πασκαλιάζω [πασχαλιά] εορτάζω το Πάσχα …   Dictionary of Greek

  • συνεορτάζω — ΝΜΑ εορτάζω από κοινού με κάποιον, συμμετέχω σε γιορτή («τοὺς συνεορτάζοντας διαψιλῆ τὸν ἄκρατον ἐμφορησαμένους», Διόδ.) νεοελλ. εορτάζω κάτι συγχρόνως με κάτι άλλο, εορτάζω και άλλη εορτή («συνεορτάζουν τη μνήμη τού αγίου και την επέτειο… …   Dictionary of Greek

  • θύω — (I) (ΑΜ θύω) προσφέρω θυσία, θυσιάζω νεοελλ. μτφ. 1. καταστρέφω, αφανίζω, εξοντώνω 2. φρ. α) «θύω στον Βάκχο» μεθώ, πίνω υπερβολικά β) «θύω στην Αφροδίτη» παραδίδομαι σε σαρκικές απολαύσεις γ) «θύω και απολλύω» i. κάνω μεγάλες καταστροφές ii.… …   Dictionary of Greek

  • ποιώ — (I) ποιῶ, έω, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόημι, δωρ. τ. ποιFέω, αττ. τ. ποῶ, Α 1. δημιουργώ, δίνω ύπαρξη σε κάτι (α. «ὁ πάλαι ἐξ οὐδενὸς ποιήσας τὰ σύμπαντα», Μηναί. β. «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν», ΠΔ γ. «χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος… …   Dictionary of Greek

  • άγω — (Α ἄγω) 1. οδηγώ, φέρνω, κατευθύνω, διευθύνω στα αρχ. χρησιμοποιείται συνήθως για έμψυχα σε αντιδιαστολή προς το φέρω που χρησιμοποιείται για άψυχα με την ίδια σημασία και χρήση απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή (απρμφ. a ke) 2. μεταβαίνω σε κάποιο τόπο,… …   Dictionary of Greek

  • πασχάζω — ΝΜ, και πασκάζω Ν [Πάσχα] εορτάζω το Πάσχα νεοελλ. 1. σταματώ να νηστεύω, τρώγω πασχαλινά φαγητά 2. παροιμ. «πάσχασ ο καλόγερος πάλι κουκιά μαγείρευε» λέγεται για τους φτωχούς οι οποίοι ακόμη και τις πασχαλινές ημέρες τρώνε νηστήσιμα φαγητά …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»