-
1 παν-νυχίζω
παν-νυχίζω, die ganze Nacht durch Etwas thun; φλὸξ παννυχίζει, Pind. I. 3, 83, die Flamme brennt die ganze Nacht; Ar. οὐδ' ἡδὺς ἐν τοῖς στρώμασιν τὴν νύκτα παννυχίζειν, Nubb. 1079; bes. eine Nachtfeier halten, οὗ παννυχίζουσιν ϑεᾷ, Ran. 447; περὶ τὰ ἀγάλματα, Timaeus bei Ath. VI, 250 a; Sp., καὶ ἑορτάζω vrbdt Hdn. 4, 9, 1. – Med., Luc. D. Mer. 14, 1.
См. также в других словарях:
εορτάζω — και γιορτάζω (AM ἑορτάζω) 1. τιμώ, διοργανώνω εορταστικές εκδηλώσεις 2. (για ναό, προσκύνημα κ.λπ.) έχω πανηγύρι, διοργανώνεται επίσημη εορτή νεοελλ. (σε συγκεκριμένη ημερομηνία) έχω την ονομαστική μου εορτή. [ΕΤΥΜΟΛ. < εορτή + επίθημα άζω… … Dictionary of Greek
αλληλοεορτάζομαι — εορτάζω κάποιον και εορτάζομαι από αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + εορτάζω ( ομαι)] … Dictionary of Greek
γιορτάζω — και γιορτιάζω εορτάζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. εορτάζω] … Dictionary of Greek
εορτή — και γιορτή, η (AM ἑορτή) 1. πανηγυρισμός που γίνεται με την ευκαιρία δημόσιου ή ιδιωτικού γεγονότος 2. η ημέρα κατά την οποία η εκκλησία γιορτάζει τη μνήμη τών αγίων ή σημαντικών θρησκευτικών γεγονότων 3. γιορταστική συγκέντρωση, πανηγύρι 4. φρ.… … Dictionary of Greek
εορταστικός — και γιορταστικός, ή, ό (AM εορταστικός, ή, όν) [εορτάζω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε γιορτή νεοελλ. 1. ευχετήριος στη γιορτή κάποιου 2. το ουδ. ως ουσ. το εορταστικό εκκλησιαστικό βιβλίο που περιέχει τις ακολουθίες τών μεγάλων εορτών … Dictionary of Greek
πασχαλιάζω — και πασκαλιάζω [πασχαλιά] εορτάζω το Πάσχα … Dictionary of Greek
συνεορτάζω — ΝΜΑ εορτάζω από κοινού με κάποιον, συμμετέχω σε γιορτή («τοὺς συνεορτάζοντας διαψιλῆ τὸν ἄκρατον ἐμφορησαμένους», Διόδ.) νεοελλ. εορτάζω κάτι συγχρόνως με κάτι άλλο, εορτάζω και άλλη εορτή («συνεορτάζουν τη μνήμη τού αγίου και την επέτειο… … Dictionary of Greek
θύω — (I) (ΑΜ θύω) προσφέρω θυσία, θυσιάζω νεοελλ. μτφ. 1. καταστρέφω, αφανίζω, εξοντώνω 2. φρ. α) «θύω στον Βάκχο» μεθώ, πίνω υπερβολικά β) «θύω στην Αφροδίτη» παραδίδομαι σε σαρκικές απολαύσεις γ) «θύω και απολλύω» i. κάνω μεγάλες καταστροφές ii.… … Dictionary of Greek
ποιώ — (I) ποιῶ, έω, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόημι, δωρ. τ. ποιFέω, αττ. τ. ποῶ, Α 1. δημιουργώ, δίνω ύπαρξη σε κάτι (α. «ὁ πάλαι ἐξ οὐδενὸς ποιήσας τὰ σύμπαντα», Μηναί. β. «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν», ΠΔ γ. «χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος… … Dictionary of Greek
άγω — (Α ἄγω) 1. οδηγώ, φέρνω, κατευθύνω, διευθύνω στα αρχ. χρησιμοποιείται συνήθως για έμψυχα σε αντιδιαστολή προς το φέρω που χρησιμοποιείται για άψυχα με την ίδια σημασία και χρήση απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή (απρμφ. a ke) 2. μεταβαίνω σε κάποιο τόπο,… … Dictionary of Greek
πασχάζω — ΝΜ, και πασκάζω Ν [Πάσχα] εορτάζω το Πάσχα νεοελλ. 1. σταματώ να νηστεύω, τρώγω πασχαλινά φαγητά 2. παροιμ. «πάσχασ ο καλόγερος πάλι κουκιά μαγείρευε» λέγεται για τους φτωχούς οι οποίοι ακόμη και τις πασχαλινές ημέρες τρώνε νηστήσιμα φαγητά … Dictionary of Greek